- βίβλοις
- βίβλοςfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεγκύπτω — Μ εγκύπτω προς κάτι («προσεγκύπτουσα πυκνὰ ταῑς βίβλοις», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγκύπτω «σκύβω και εξετάζω με προσοχή, καταγίνομαι με ζήλο»] … Dictionary of Greek